ειργμοφυλαξ

ειργμοφυλαξ
    εἱργμοφύλαξ
    εἱργμο-φύλαξ
    -ᾰκος ὅ тюремный сторож, тюремщик Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ειργμοφυλαξ" в других словарях:

  • ειργμοφύλαξ — εἱργμοφύλαξ, ο (Α) δεσμοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • εἰργμοφύλακι — εἰργμοφύλαξ masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»